υλιστής

υλιστής
ο, θηλ. υλίστρια, Ν
1. οπαδός τού υλισμού, ματεριαλιστής
2. αυτός που φροντίζει για τα υλικά του συμφέροντα
3. ο έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑλισταί, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υλιστής — ο 1. ο οπαδός του υλισμού (βλ. λ.), ο ματεριαλιστής. 2. αυτός που φροντίζει, μόνο για τα υλικά του συμφέροντα, ο ιδιοτελής: Είναι υλιστής,δεν ασχολείται με το διπλανό του. 3. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για τις σαρκικές απολαύσεις: Είναι έκφυλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλιστῆς — ὑλιστός strained fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματεριαλιστής — ο, θηλ. ίστρια ο οπαδός τού ματεριαλισμού, ο υλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. materialiste (βλ. λ. ματεριαλισμός)] …   Dictionary of Greek

  • σαρκίο — το / σαρκίον, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιο νεοελλ. 1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση τού ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» είναι δειλός β. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» είναι κοιλιόδουλος, υλιστής,… …   Dictionary of Greek

  • σαρκολάτρης — ὁ, Α αυτός που λατρεύει την σάρκα, τις υλικές απολαύσεις, ο υλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • υλιστικός — ή, ό / ὑλιστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα. επίρρ... υλιστικώς και υλιστικά Ν σύμφωνα με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Πούλτσι, Λουίτζι — (Pulci, Φλωρεντία 1432 – Πάντοβα 1484). Iταλός ποιητής. Εκπροσωπούσε το πλέον δημοκρατικό ρεύμα στον ουμανισμό του 15ου αι. Υλιστής και σκεπτικιστής όπως ήταν, προκάλεσε την οργή της Εκκλησίας που τελικά τον κήρυξε αιρετικό. Το σημαντικότερο έργο …   Dictionary of Greek

  • ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”